-
1 ηβη
дор. ἥβᾱ и ἅρᾱ ἥ1) юность, молодостьἐκ παίδων εἰς ἥβην ὁρμᾶσθαι Xen., ἐξικέσθαι Soph. или ἔρχεσθαι Eur. — переходить от детства к юности;
ἥβης μέτρον ἱκέσθαι Hom. — достигнуть возмужалости;ἐφ΄ ἥβης Arph. — в молодости2) юношеская сила, свежесть, бодростьπειρώμενος ἥβης Hom. — пробующий свою юношескую силу;
νεάνιδες ἦβαι Eur. — цветущая юность3) отроческий возраст (в Афинах - 16, в Спарте - 18 лет)οἱ πέντε καὴ τριάκοντα ἀφ΄ ἥβης Xen. — достигшие пятидесятитрехлетнего возраста
4) возрастτίνα ἀκμέν ἥβης ἔχων ; Soph. — какого он возраста?
5) юношество, молодежь Aesch.6) пышность, великолепиеδαιτὸς ἥ. Eur. — пышный, великолепный пир
7) анат. лобок Arst.
См. также в других словарях:
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek